-
1 σπανιστός
II of a country, σπανιστὴ καρποῖς stinted of.., Str.15.3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπανιστός
См. также в других словарях:
σπανιστός — ή, όν, Α [σπανίζω] 1. σπάνιος 2. ευτελής 3. (για χώρα) άγονος, άφορος («σπανιστή καρποῑς ἐστι», Στράβ.) … Dictionary of Greek